Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2006

και αυτό το διάβασα...
H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε. Ήμαστε μια γενιά
σε αναμονή: περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Έπρεπε να
περιμένουμε δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό
ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο το
πρωί για να κοινωνήσουμε. Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή.

Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί.
Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Κάναμε
ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα Φιατάκι και δεν υποφέραμε από το
«σύνδρομο της τουριστικής θέσης». Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια και
μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα χωρίς
κράνη και προστατευτικά, κάναμε ωτο-στοπ, καβαλάγαμε μοτοσικλέτες χωρίς
δίπλωμα. Οι κούνιες ήταν φτιαγμένα από μέταλλο και είχαν κοφτερές
γωνίες. Ακόμα και τα παιχνίδια μας ήταν βίαια. Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας
αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα
και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Παίζαμε
«μακριά γαιδούρα» και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση. Βγαίναμε από το
σπίτι τρέχοντας το πρωί, παίζαμε όλη τη μέρα και δεν γυρνούσαμε στο σπίτι παρά
μόνο αφού είχαν ανάψει τα φώτα στους δρόμους. Κανείς δεν μπορούσε να μάς βρει.
Τότε δεν υπήρχαν κινητά. Σπάγαμε τα κόκκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε
κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους «υπεύθυνους» Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε
πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Ήταν κάτι συνηθισμένο για
παιδιά και όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα. Δεν υπήρχε κάποιος
να κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου. Είχαμε καυγάδες και κάναμε καζούρα ο
ένας στον άλλος και μάθαμε να το ξεπερνάμε.

Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ίσως
κάποιος από εμάς να ήταν χοντρός και αυτό ήταν όλο. Μοιραζόμασταν μπουκάλια
νερό ή αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα. Καμιά
φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το αντιμετώπιζαν
πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξύδι.

Δεν είχαμε Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια, βιντεοταινίες με
ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε φίλους. Κανονίζαμε να
βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε
στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό,
αμπάριζα... μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία. Περνούσαμε τη μέρα μας έξω,
τρέχοντας και παίζοντας. Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα. Χάσαμε
χιλιάδες μπάλλες ποδοσφαίρου. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση, όχι
εμφιαλωμένο, και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση. Κυνηγούσαμε
σαύρες και πουλιά με αεροβόλα στην εξοχή, παρά το ότι ήμασταν ανήλικοι και δεν
υπήρχαν ενήλικοι για να μας επιβλέπουν. Θεέ μου!

Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους
φωνάζαμε από την πόρτα. Φανταστείτε το! Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους
γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο!
Πώς τα καταφέραμε;

Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε να
συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι
και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Δεν υπήρχαν ειδικά τεστ για να περάσουν
όλοι. Τι φρίκη!

Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στην
παραλία χωρίς αντιηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30 και χωρίς μαθήματα
ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ. Φτιάχναμε όμως φανταστικά κάστρα στην άμμο και
ψαρεύαμε με ένα αγκίστρι και μια πετονιά. Ρίχναμε τα κορίτσια κυνηγώντας τα
για να τους βάλουμε χέρι, όχι πιάνοντας κουβέντα σε κάποιο chat room και
γράφοντας ; ) : D : P

Είχαμε ελευθερία, αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά
μάθαμε και ωριμάσαμε. Δεν θα πρέπει να μάς παραξενεύει που τα σημερινά παιδιά
είναι κακομαθημένα και χαζοχαρούμενα.

Αν εσύ είσαι από τους «παλιούς»... συγχαρητήρια! Είχες την τύχη να μεγαλώσεις
σαν παιδί...
Απλά το διάβασα και μου άρεσε

Είσαι γύρω στα 30 (πάνω / κάτω μία πενταετία). Έχεις σπουδάσει,
απέκτησες μεταπτυχιακό, μιλάς μία με δύο ξένες γλώσσες. Όταν ήσουν
10 ετών, ήθελες να γίνεις πιλότος/αστυνομικός/δάσκαλος. Στα15
σου, ιατρός/δικηγόρος/αρχιτέκτονας και στα 20, brand
manager/project manager/IT specialist. Σήμερα και κοιτώντας το
γραφείο όπου δουλεύεις, συνειδητοποιείς ότι καλύτερα να είχες
μείνει στο αρχικό plan. Πηγαίνεις γυμναστήριο (όποτε μπορέσεις,
μία φορά το εξάμηνο), κάνεις συχνά δίαιτες και διαβάζεις το ζώδιό
σου χωρίς να ντρέπεσαι γι αυτό.
Έχεις διάφορα ενδιαφέροντα, σου αρέσει το έντεχνο, νιώθεις
καλλιεργημένος, διαβάζεις λιγότερο απ όσο θα ήθελες, βλέπεις Fame
Story και πηγαίνεις σινεμά.
Στη ντουλάπα σου έχεις ακόμη μερικά ξεχασμένα τεύχη του Κλικ και
στη βιβλιοθήκη σου υπάρχουν βιβλία του Μαρκές και του Ουμπέρτο Έκο.
Έχεις πληθώρα cds, τα οποία σπανίως ακούς.Αγοράζεις τουλάχιστον
δύο εφημερίδες κάθε Κυριακή (με κριτήριο το dvd) και αρχίζεις την
ανάγνωσή τους από τα ένθετα: πρώτα τα διαφημιστικά, μετά τα
τηλεοπτικά, τα lifestyle και τέλος -αν προλάβεις- ρίχνεις και μια
ματιά στην εφημερίδα.
Ξυπνάς κάθε πρωί με κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα και πίνεις έναν καφέ.
Ντύνεσαι. Βγάζεις από την πρίζα τον φορτιστή και βάζεις στην
τσάντα σου Το κινητό. Παίρνεις το αυτοκίνητο, το μετρό, το
τρόλεϊ, το
λεωφορείο
και πηγαίνεις στη δουλειά (την οποία δυσκολεύθηκες να βρεις, αλλά
τέτοια που είναι, εύχεσαι να μην την είχες βρει), πίνεις έναν
καφέ, τσεκάρεις το e-mail σου, ανοίγεις το in.gr, διαβάζεις το
Μετρόραμα
και
την AthensVoice, παίρνεις κάνα τηλέφωνο, κουτσομπολεύεις με τους
συναδέλφους, χασμουριέσαι κι αρχίζεις να μελετάς νούμερα και να
γράφεις
αναφορές.
Κατά τη διάρκεια της μέρας, πετάγεσαι να πληρώσεις το κινητό, τη
ΔΕΗ, την Tellas, τη δόση για το αυτοκίνητο.

Παίρνεις και μία τυρόπιτα. Όταν τη φας,
αισθάνεσαι ενοχές για τις θερμίδες που απέκτησες, για τις κακές
διατροφικές σου συνήθειες, για τα ευρώ που ξοδεύεις αλόγιστα σε
σαχλαμάρες, για τα παιδάκια στο Τζιμπουτί που δεν έχουν να φάνε.
Σχολάς (γύρω στις 4, στις 5 ή ίσως και στις 7:30). Παίρνεις το
αυτοκίνητο, το μετρό, το τρόλεϊ, το λεωφορείο και γυρίζεις πίσω
πτώμα. Δεν έχεις καμία όρεξη να βγεις, αλλά για να μην σε πουν
αντικοινωνικό κανονίζεις να βρεθείς με την παρέα σου στην άλλη
άκρη της πόλης, σε ένα μπαράκι πολύ κατώτερο από το κουτούκι που
βρίσκεται στη γωνία, ακριβώς δίπλα στο σπίτι σου. Όταν φθάσεις
στο μπαράκι κι αφού ταλαιπωρηθείς να βρεις θέση να παρκάρεις,
στριμώχνεσαι σε ένα τραπεζάκι ασφυκτικά τοποθετημένο ανάμεσα σε
άλλα και νιώθεις και χαρούμενος που βρήκες να κάτσεις.
Εκνευρίζεσαι με την κάπνα, τη μουσική, το γέλιο της κυρίας στο
διπλανό τραπέζι, την αγένεια της σερβιτόρας και βεβαίως τον
αδικαιολόγητα υπέρογκο λογαριασμό, που σου δημιουργεί και πάλι
τους γνωστούς συνειρμούς για τα πεταμένα ευρώ και τα παιδάκια στο
Τζιμπουτί.
Είχες όνειρα. Ω ναι! Ήθελες να παντρευτείς, να κάνεις πολλά
παιδάκια και να αγοράσεις ένα μεγάλο σπίτι με θέα τη θάλασσα.
Τωρα καλόμαθες και ανατριχιάζεις στη σκέψη και μόνο. Κοιτάς και
την τελευταία μισθοδοσία σου και συμβιβάζεσαι, στην καλύτερη με
πολιτικό γάμο, ένα παιδί και θέα στον ακάλυπτο. Κορνιζάρεις και
κρεμάς στον τοίχο, τα πτυχία που είχαν υποσχεθεί να σε κάνουν
brand manager/project manager/IT specialist. Συμβιβάζεσαι με την
κακογουστιά, την αγένεια, την αναξιοκρατία, τη μαζικότητα.
Συμβιβάζεσαι με το έτερον ήμισυ, παρά το γεγονός ότι κατά βάθος
είσαι εγωιστής και θα ήθελες να είσαι πάντα από πάνω. Ας όψεται η
χαμηλή αυτοεκτίμηση που σου κληροδότησε το Κλικ, το Νίτρο, το 01,
ο Ζαμπούνης, η Πετρουλάκη, η οικογένεια Φόρεστερ και όλος αυτός ο
δήθεν υπέρλαμπρος κόσμος της χαλαρότητας, της ευδαιμονίας και της
ευζωίας.
Ξέρεις ότι δεν είσαι πανέξυπνος, πανέμορφος, επιτυχημένος,
political correct. Συμβιβάζεσαι και με αυτό. Εντέλει, φθάνεις να
συμβιβάζεσαι με τον συμβιβασμό.
Συνειδητοποίησες ότι η γενιά σου έχαψε την παραμύθα που της
σερβίρανε οι λογής-λογής Κωστόπουλοι. Την παραμύθα του χύμα, του
εύκολου, του ωχαδελφισμού, της νέο-μαγκιάς. Κι ύστερα, ώσπου να
το συνειδητοποιήσεις. μεγάλωσες! «Μα δεν μπορεί ΕΓΩ ο επίδοξος
brand manager/project manager/IT specialist να είμαι ακόμη εδώ,
στην Κυψέλη,
στο Παγκράτι, στην Πλατεία Βικτωρίας» σκέφτεσαι. «Πότε θα πάω
εκδρομές σε εξωτικούς προορισμούς;
Πότε θα μείνω σε εκείνο το ξενοδοχείο που μοιάζει με καράβι, στο
Ντουμπάι;
Πότε θα αγοράσω τηλεόραση plasma για να την εγκαταστήσω στο
playroom μου;
Πότε θα μετακομίσω σε μεζονέτα στην εξοχή; Πότε θα βρω το χρόνο
να διαβάσω όλα τα βιβλία που θέλω, να ταξινομήσω όλα τα άρθρα που
έχω κρατήσει, να ακούσω όλα τα cds που έχω αντιγράψει και να δω
όλα τα dvds που έχω συγκεντρώσει από τις εφημερίδες;

Ποιος θα μου πει πότενα
επαναστατήσω επιτέλους;»
Υπήρξαν γενιές που ανδρώθηκαν μέσα από ένδοξες επαναστάσεις.
Όλοι, έφαγαν τελικά τα μούτρα τους, αλλά τους έμεινε τουλάχιστον
η ανάμνηση ότι αγωνίσθηκαν για κάτι. Λυπάμαι πολύ. Εσείς αγαπητέ
μου είστε ο πιο αδύναμος κρίκος. Η ιστορία σας κλήρωσε κι εσάς μία
κάποια επανάσταση.
Την επανάσταση του lifestyle και της τεχνολογίας. Είστε ένας
φρενήρης, ανικανοποίητος καταναλωτής. Καλή σας νύχτα.